- υιότητα
- η / υἱότης, -ητος, ΝΜΑ [υἱός]η ιδιότητα ή η κατάσταση τού υιούμσν.-αρχ.εκκλ. η θέση τού Υιού στην Αγία Τριάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek